Καλέων

Καλέων
Αρχαιοελληνικός ποτάμιος θεός, που λατρευόταν στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Σε νομίσματα που βρέθηκαν στην περιοχή της πόλης, ο Κ. εικονίζεται να κρατά στο δεξί του χέρι το κέρας της Αμαλθείας και στο αριστερό μια υδρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Καλέων — Καλή fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλέων — κάλη fem gen pl (epic ionic) καλέω call fut part act masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic) καλέω call pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) καλός beautiful masc/fem gen pl (epic ionic) κᾱλέων , κήλη tumour fem gen pl (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρικαλέων — φρῑκαλέων , φρικαλέος shivering with cold masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”